προνευστασμός

προνευστασμός
ο, Ν
[προνευστάζω]
(ναυτ. -αεροπ.) η ταλάντευση τού σκάφους κατά τον διαμήκη άξονά του, αλλ. πρόνευση, κν. σκαμπανέβασμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • πρόνευση — η, Ν [προνεύω] 1. η προς τα εμπρός κλίση 2. (ναυτ. αεροπ.) ο προνευστασμός …   Dictionary of Greek

  • σκαμπανέβασμα — το, Ν [σκαμπανεβάζω] 1. ναυτ. ταλάντευση τού πλοίου κατά τον διαμήκη άξονά του, πρόνευση, προνευστασμός 2. μτφ. ανεβοκατέβασμα, αλληλοδιαδοχή εξάρσεων και καταπτώσεων, κλυδωνισμός, έλλειψη σταθερότητας («η επίδοσή του στα μαθήματα παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”